- προθυμότατα
- προθῡμότατα , πρόθυμοςreadyadverbial superlπροθῡμότατα , πρόθυμοςreadyneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ … Dictionary of Greek
πανασμένως — (ΑΜ) επίρρ. προθυμότατα, πολύ ευχαρίστως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄσμενος + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
Άλκηστις — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 23 Αυγούστου 1872. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεση του είναι ίσο προς 10,3 ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 7,1.… … Dictionary of Greek